συμβάλλω

συμβάλλω
ΝΜΑ [βάλλω]
1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα νεύρα τού σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)
νεοελλ.
1. συντελώ, συντείνω σε κάτι («η συμμετοχή του συνέβαλε στην επιτυχία έργου»)
2. μέσ. συμβάλλομαι
υπογράφω συμφωνία ή συμβόλαιο με κάποιον άλλο («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην ίδρυση τής εταιρείας»)
3. (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) οι συμβαλλόμενοι
τα μέρη που έχουν συνάψει σύμβαση, συμβόλαιο ή συνθήκη
4. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)
οι συμβεβλημένοι
οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό ταμείο ή υπηρεσία υγείας
αρχ.
1. (για μάχη) συγκρούω, χτυπώ κάτι με κάτι άλλο («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῡντο», Ξεν.)
2. συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῑν φασι», Ξεν.)
3. είμαι κατάλληλος για κάτι, ταιριάζω σε κάτι («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς νέας», Θεόφρ.)
4. είμαι επωφελής, συμφέρω («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ είναι», Φιλόδ.)
5. ενώνομαι σε κάποιο σημείο («ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», Σοφ.)
6. συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῑς», θεόφρ.)
7. (γεωμ.) συναντιέμαι («τὸ σημεῑον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)
8. συνάπτω, ενώνω («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», Αριστοφ.)
9. παρέχω, δανείζω («πέρα μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)
10. οδηγώ σε σύγκρουση, προκαλώ συμπλοκή («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
11. έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», Σιμων.)
12. παραβάλλω, συγκρίνω («ὥς γε εἶναι σμικρὰ ταῡτα μεγάλοισι συμβαλεῑν», Ηρόδ.)
13. συμπεραίνω, εικάζω, υποθέτω («πῶς οἶσθα; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, πάτερ;», Σοφ.)
14. συμφωνώ, προσδιορίζω από κοινού («καθάπερ ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», επιγρ.)
15. (το μέσ.) συμβάλλομαι
α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ συμβάλλεται», Αρρ.)
β) συνεισφέρω («ὥστε καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», Ξεν.)
γ) συντείνω, συντελώ («ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», Θουκ.)
δ) προσθέτω, δίνω κι εγώ («συμβαλοῡ γνώμην», Σοφ.)
ε) συνεργάζομαι, συμπράττω («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον», Ομ. Ιλ.)
στ) συναντώ τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», Ομ. Ιλ.)
ζ) υπολογίζω, λογαριάζω («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», Ηρόδ.)
η) καταλαβαίνω, κατανοώ («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα», Ηρόδ.)
16. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ συμβάλλοντα
οι συμβολές, τα σημεία ένωσης
17. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ξυμβάλλων
αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται
18. (το αρσ. τής μτχ. αορ. ως ουσ.)
ὁ συμβολών
α) ο δανειστής
β) αυτός που συνάντησε κάποιον
19. φρ. α) «συμβάλλω βλέφαρα» — κλείνω τα μάτια μου για να κοιμηθώ (Αισχύλ.)
β) «συμβάλλω ὄμμα» — κλείνω τα μάτια τού πεθαμένου (Αισχύλ.)
γ) «δεξιὰς συμβάλλω τινί» — δίνω το χέρι μου σε κάποιον, ανταλλάσσω χειραψία (Ευρ.)
δ) «συμβάλλω λόγους» — συνομιλώ (Πλούτ.)
ε) «συμβάλλω ἔπη κακά» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω βαριά λόγια (Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμβάλλω — throw together pres subj act 1st sg συμβάλλω throw together pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάλλω — συμβάλλω, συνέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμβάλλω — συνέβαλλα, συνέβαλα 1. (για ποτάμια, δρόμους, σωλήνες, φλέβες), συναντιέμαι, ανταμώνω: Στο σημείο που συμβάλλουν οι δύο ποταμοί γίνονται συχνά πλημμύρες. 2. συντελώ: Συμβάλλουν όλοι όσο μπορούν στην επιτυχία αυτού του σκοπού. – Στην ανάδειξή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυμβάλλετον — συμβάλλω throw together pres imperat act 2nd dual συμβάλλω throw together pres ind act 3rd dual συμβάλλω throw together pres ind act 2nd dual συμβάλλω throw together imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάλησθε — συμβάλλω throw together aor subj mp 2nd pl συμβάλλω throw together aor subj act 2nd pl (epic) συμβά̱λησθε , συμβάλλω throw together aor subj mid 2nd pl (doric) συμβά̱λησθε , συμβάλλω throw together aor subj act 2nd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάλλετον — συμβάλλω throw together pres imperat act 2nd dual συμβάλλω throw together pres ind act 3rd dual συμβάλλω throw together pres ind act 2nd dual συμβάλλω throw together imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάλῃ — συμβάλλω throw together aor subj mp 2nd sg συμβάλλω throw together aor subj act 3rd sg συμβά̱λῃ , συμβάλλω throw together aor subj mid 2nd sg (doric) συμβά̱λῃ , συμβάλλω throw together aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαλοῦσι — συμβάλλω throw together aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβάλλω throw together fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) συμβάλλω throw together fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαλοῦσιν — συμβάλλω throw together aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβάλλω throw together fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) συμβάλλω throw together fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβεβλημένα — συμβάλλω throw together perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) συμβεβλημένᾱ , συμβάλλω throw together perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) συμβεβλημένᾱ , συμβάλλω throw together perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”